- ὀπωρινός
- ὀπωρινόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπωρινός — ὀπωρινός, ή, όν (Α) [οπώρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή τής οπώρας ή αυτός που γίνεται κατά την εποχή τής οπώρας («μηδὲ μένειν τε οἶvov νέον καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
ὀπωρινά — ὀπωρινός of neut nom/voc/acc pl ὀπωρινά̱ , ὀπωρινός of fem nom/voc/acc dual ὀπωρινά̱ , ὀπωρινός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρινῶν — ὀπωρινός of fem gen pl ὀπωρινός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρινόν — ὀπωρινός of masc acc sg ὀπωρινός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρινοῖο — ὀπωρινός of masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρινοῖς — ὀπωρινός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρινοῖσι — ὀπωρινός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρινοῖσιν — ὀπωρινός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρινοῦ — ὀπωρινός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρινούς — ὀπωρινός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)